Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὼ κοχώνᾱ

См. также в других словарях:

  • κοχώνα — κοχώνᾱ , κοχώνη perineum fem nom/voc/acc dual κοχώνᾱ , κοχώνη perineum fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχώνας — κοχώνᾱς , κοχώνη perineum fem acc pl κοχώνᾱς , κοχώνη perineum fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχώνη — κοχώνη, ἡ (Α) 1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο 2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»